Rozetta

Monday, July 03, 2006

Ήταν όλοι τους ξανθοί

Πήγα στο Μάλαμα χθες στο Αντιρατσιστικό. Κοίτα τώρα. Από τη μία έκπληξη στην άλλη. Με το που φτάνω βλέπω τον Αντρέα. Ίσως και ο πρώτος μου μεγάλος έρωτας. Πρέπει να πήγαινα δευτέρα Γυμνασίου. Ήταν η πρώτη φορά που είχα βγει χωρίς τους γονείς μου ή τουλάχιστον η πρώτη που θυμάμαι. Και το πρώτο μεγάλο γλέντι. Όργανα και χορός τρελός. Ο Αντρέας με κοίταζε συνέχεια. Ήρθε και χόρεψε δίπλα μου. Κάπως σα να με θαύμαζε. "Πάμε έξω;" μου λέει. Πήγαμε. Θυμάμαι ακριβώς το βράχο που καθήσαμε. Έσκυψε να με φιλήσει κι εγώ το απέφυγα. Δεν ξέρω γιατί. Μετά το σκεφτόμουν συνέχεια. Κοιμόμουν δίπλα στη γιαγιά μου και το μόνο που σκεφτόμουν ήταν ο Αντρέας. Ίσως και για χρόνια. Αλλά κυρίως τα καλοκαίρια. Τους χειμώνες είχα άλλους να σκέφτομαι.
Πάντα ήλπιζα να ξαναγίνει κάτι. Στο Λύκειο ο Αντρέας τα έφτιαξε (έτσι το λέγαμε) με τη Χαρά. Κι η Χαρά έγινε μία από τις καλύτερές μου φίλες. Αν και στην αρχή την αντιπαθούσα μόνο και μόνο γι' αυτό.
..."Ελεύθερος" μου είπε μεταξύ άλλων χθες. "Εσύ δεν είσαι ελεύθερος" του είπα. Δυσανασχέτησε. "Έτσι δε λένε στο χωριό; Είσαι ή ελεύθερος ή παντρεμένος" συνέχισα. "Ναι, σωστό" παραδέχτηκε. Μία μέρα πριν 2 χρόνια; μου σύστησε τη γυναίκα του. Έμεινα. Τετελεσμένα γεγονότα. "Αν και τώρα αισθάνομαι πιο ελεύθερος. Δεν ξέρω η ασφάλεια;"
Χρήσιμο. Το κρατάμε.
Μετά πήγα για χορό. Αυτό που χορεύουμε εμείς σαν τσιφτετέλι, οι Λιβανέζοι(; δεν ξέρω ακριβώς την καταγωγή τους) το χόρευαν κυκλικά. Γαμάτο. Αν και με πάτησαν πολλαπλώς. Ποιος ξέρει πόσο καιρό είχαν να χορέψουν. Βασικά με πήρε ο Τζόναθαν ο Ισραηλινός να πάμε για χορό. Δεύτερη μέρα που τον έβλεπα στη ζωή μου.
Βαρέθηκα μετά από 3-4 χορούς, μπορεί να είχε αρχίσει και ο Μάλαμας, κι έφυγα. Στη διαδρομή βλέπω το Στέφανο. Ο Στέφανος είναι πολύ καλός φίλος μιας άλλης αγαπημένης φίλης μου, που έχουμε χαθεί τελείως. Ήθελα μέρες να τον δω. Τον συναντούσα τυχαία σε εκδηλώσεις αλλά δεν είχαμε μιλήσει. Σκεφτόμουν μήπως τον είχα προσπεράσει ενώ δε θα΄πρεπε κι ήθελα την ευκαιρία να αναθεωρήσω. Νάξος, σ' άρεσε η παράσταση; , η φίλη μας είνια καλά; Μάλλον τον βομβάρδισα. Όταν ήμουν στη σχολή είχε πει ότι ήμουν ωραία κοπέλα στη φίλη μας κι εγώ απάντησα ότι δε μ' αρέσουν οι ξανθοί. Τι ειρωνεία! θα συναντούσα τα ξημερώματα της όλους τους ξανθούς που μου άρεσαν. Όλους όμως έτσι; Από όλα τα χρόνια και όλες τις περιοχές.
Μόνο τον Αντρέα από τη Γερμανία δεν είδα. Γιατί; Θα ταίριαζε στο Αντιρατσιστικό.
Πάω στο Μάλαμα που έχει εν τω μεταξύ αρχίσει, κάποια στιγμή λέω να πάω για νερό. εκεί είναι ο Τζόναθαν. Κι αυτός είναι κατάξανθος. Βασικά είναι ολόιδιος με το Χριστό. Είναι έτσι πολύ ανοιχτός... παίζει κιθάρα και κάτι που δε θυμάμαι στους δρόμους για να ζει. Έχει έρθει εδώ και 1 μήνα από το Ισραήλ. "Δεν έχει που να μείνει" μου λέει ο φίλος μου ο Λιμπύ. "Θα τον πάρεις;" Όχι ρε" του λέω. Μετά από λίγο ψήνομαι. Φαντάζομαι τον πατέρα μου με το ιστορικό καρδιάς να με δει να ανοίξει την πόρτα και να με δει να κοιμάμαι με το Τζόναθαν. Σκέφτομαι να μην έχω που να τον αφήσω και να τον παίρνω σε διάφορα μέρη μαζί μου και τέτοια.
"Πάω να βρω καμιά ρακή" λέω. Μας έχει αφήσει ντέρτια ο άλλος ο ημίξανθος. Και ως εκ θαύματος συναντώ και την άλλη μου ανεκπλήρωτη αγάπη, το Χάρη. "Έχεις δοκιμάσει γουρούνι ελεύθερο με μάυρες τρίχες;" μου λέει. "Όχι τ' ομολογώ με γουρούνι με μαύρες τρίχες δεν έχω πάει". Τώρα το σκέφτηκα αυτό, δεν το είπα.








Sunday, July 02, 2006

Αγάπη μου να σε αγαπάω;

Δυστυχώς ή ευτυχώς δεν πάμε για νέες περιπέτειες. Ο Γκαστόνε είναι ξανά ο απόλυτος κυρίαρχος του μυαλού και της καρδιάς μου. Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Μια υποτυπώδη αρχή γιατί κανονική δεν υπάρχει.
"Ας τον τρελλό στην τρέλλα του" τραγουδάει ο Μητσιάς στην Ερτ. "Τον κόσμο αυτόν σιχάθηκε κι έφτιαξε ένα δικό του". Α ρε παλικάρια. Μας έχετε τρελάνει κι εμένα και τις φίλες μου. Φυσάμε ξεφυσάμε κι άκρη δε βρίσκουμε.
Κανά σκυλάδικο ίσως ταιριάζει πιο πολύ με την καψούρα, αλλά δε μου 'ρχεται κανένα. Είδες; Με εκδικούνται που τόσα χρόνια καταφέρομαι εναντίον τους.
Λοιπόν δεν είναι αστείο. Η καρδιά μου χτυπάει πολύ γρήγορα και δεν μπορώ να ηρεμήσω. Τι μας λες τώρα θα μου πεις. Η πρώτη είσαι που ερωτεύεσαι; Όποιο παιδί άνω των 12 ρωτήσεις τα ίδια θα σου πει. Ωραία. Εγώ που έχω φτάσει 30 δε θα έπρεπε να έχω μάθει να το χειρίζομαι; Ή να διακρίνω ποιός και αν με χειρίζεται; Και να μην πέφτω από τεράστια ύψη στην προσγείωση;
Στα γεγονότα κυρία μου. Στα γεγονότα!
Τον τελευταίο μήνα όποτε συναντιόμαστε με τον Γκαστόνε συμβαίνει αυτό που ήθελα πάρα πολύ. Μιλάμε. "Δως μου τα λόγια επιτέλους να μην είμαι μοναχός". Είμαι εγκεφαλικός τύπος όσο και αν με τσαντίζω ώρες ώρες, αλλά είναι ο τρόπος μου να επικοινωνώ. Μιλάω, αναλύω, κρίνω, βγάζω συμπεράσματα, μπερδεύομαι. Γιατί μερικές φορές τα λόγια είναι μόνο αποπροσανατολιστικά. Μπορεί κανείς πανεύκολα να το καταλάβει παίζοντας Παλέρμο. Δεν μπορείς να καταλάβεις αν οι φίλοι σου είναι δολοφόνοι, χαφιέδες ή ανυποψίστοι πολίτες-θύματα. Κι όσο πιο πολύ μιλάμε τόσο λιγότερα καταλαβαίνουμε. Άσε που ούτε και συ ο ίδιος δεν πιστεύεις πώς μπλοφάρεις έτσι. (Πέρσι το καλοκαίρι είχα το ίδιο θέμα να λύσω. Ήθελα να εστιάσω στην εξωλεκτική επικοινωνία).
Επιτρέφοντας στα γεγονότα: Έχουμε μιλήσει για τη μοίρα, το θεό, τον έρωτα...τη διαίσθηση. Στο τέλος του παιχνιδιού της Παλέρμο, ο Γκαστόνε δείχνει ένα μήνυμα στην Ελίζα και καταλαβαίνω ότι έχει χωρίσει μάλλον οριστικά με την 3χρονη ταλαιπωρία του Γκόγκο.
Πάλι μπερδεμένος και πάλι στο ίδιο σημείο με πέρσι όπως ισχυρίζεται. Η Ελίζα, φίλη του χρόνια δε θέλει να ανακατευτεί ξανά, θεωρεί ότι αυτή η κοπέλα κάνει κακό στη σχέση τους. Του λένε διάφορα...Εγώ το μόνο που λέω είναι ότι για να μη μπερδεύεσαι ανατρέχεις στις αρχές με τις οποίες μεγάλωσες και όσο μπορείς δεν τις προδίδεις. Το λέω αυτό γιατί το μεγαλύτερο πρόβλημά μου μαζί του, είναι ότι είναι λίγο τυχοδιώκτης, λίγο όπου φυσάει ο άνεμος πάω, κι ότι η κοπέλα που είχε ερωτευτεί έπαιρνε το σύμπαν. Δεν ξέρω αν το ήξερε, κι αν το ήξερε δεν ξέρω αν το πίστευε. Πάντως γενικά είναι τόσο αόριστο αυτό που είπα που αποκλείεται να έκανε κάποιο συνειρμό και να κατάλαβε κάτι. Και μετά από τόσες μπίρες; Τέλος πάντων φεύγουμε από το Δίλημμα για να μην το ξαναξημερώσουμε. Στο δρόμο είμαι σιωπηλή: "Τι σκέφτεσαι Όφη" μου λέει; "Θα μπορούσα να πω πολλά, αλλά δεν ξέρω αν μπορείς να ακούσεις" απαντάω. "Να μιλήσεις" μου λέει. "Έχεις να πεις πολλά". Και τον φιλάω σταυρωτά και πολύ τρυφερά.
Την επόμενη δεν εμφανίζομαι. Ήθελε να πάω στο ποδόσφαιρο που έπαιζε. Πήγα στο Γκάζι στο τζαζ φέστιβαλ.
Παρένθεση: {Φτάνω στο Γκάζι κι είμαι ζαλισμένη από την εφημερίδα. Και κλειστή συναισθηματικά. Ξέρω ότι όταν είμαι έτσι δε συναντώ κανένα. Είμαι εκτός ροής. Συμπαντικής; Πες το όπως θες. Ύστερα από λίγο ηρεμώ. Τώρα υπάρχει περίπτωση να συναντήσω κάποιον ενδιαφέροντα άνθρωπο. Αμέσως σκέφτομαι το Μπάτμαν. Δεν τον έχω ξαναδει στο Γκάζι, αλλά γιατί να μην είναι; Και ως εκ θαύματος μετά από λίγα λεπτά τον συναντώ. Μιλάει με κάποιον φίλο του, μας συστήνει και μετά στρέφεται σε μένα. Είναι αμήχανος. Δεν ξέρει τι να μου πει. Επιπλέον καταλαβαίνω ότι έχω διακόψει μια συζήτηση.
Καλά, λέω πάω μια βόλτα και ξανάρχομαι. Μόλις επιστρέφω, στέκομαι για λίγο δίπλα στο Μπάτμαν, αλλά αυτός δε με αντιλαμβάνεται. Πάει να φύγει και τον τραβάω από το τσαντάκι του. Αμηχανία ξανά.
-"Είσαι ώρα εδώ;" μου λέει.
-Ναι, άκουσα τους Happy Dog Project. Εσύ;
-Τους άκουσα
-Σου άρεσαν;
-Όχι.
-Εμένα μου άρεσαν πολύ. Τι να πω ότι δεν έχεις γούστο; Είσαι και μουσικός.
-Όχι αυτά τα πράγματα είναι καθαρά θέμα γούστου.
Σιωπή ξανά. Αρχίζει εν τω μεταξύ το επόμενο γκρουπ.
"Πάμε να τους ακούσουμε από κοντά;" προτείνω
"Το καλύτερο σημείο είναι δεξιά πάνω πάνω δίπλα στη σκηνή". "Πήγαινε κι έρχομαι" μου λέει. Τώρα εγώ δεν είχα καμιά καούρα σώνει και καλά να ακούσω το γκρουπ, με αυτόν ήθελα να δω τι γίνεται. Τελος πάντων πάω.
Περνάει κανά μισάωρο, δεν εμφανίζεται. Έχω αρχίσει ξανά να αγχώνομαι. Θα έρθει; Τι θα πούμε; Με γουστάρει ακόμα; Εγώ; Τον γουστάρω; Απλώς ξέρω ξανά ότι όταν σκέφτομαι έτσι ο άλλος με ένα μυστήριο τρόπο το μυρίζεται και δεν πλησιάζει. Άσε που είχα δόλο. Ήθελα να εμφανιστούμε μαζί μετά στα παιδιά για να ζηλέψει ο Γκαστόνε. Όλα αυτά βέβαια είναι αποδείξεις της απεγνωσμένης προσπάθειάς μου να τον ξεπεράσω. Και νομίζω η ανόητη 21 Ιουνίου 2006 ότι τα έχω καταφέρει.
Κοίτα να δεις τώρα αν η μοίρα στην έχει στημμένη. Βλέπω σε κείνη τη γωνιά του Γκαζιού την Ντρούνα, φίλη και πρώην γκόμενα του Γκαστόνε. Μιλάμε λίγο, φεύγει και μετά ξανάρχεται για να μου πει ότι κάθονται στον ηχολήπτη και αν θέλω να πάω. Δεν πάω προς το παρόν. Άλλωστε περιμένω τον Μπάτμαν, ο οποίος ποτέ δεν έρχεται.
Τελειώνει η συναυλία, πάω προς τα έξω και ξανασυναντώ τη Ντρούνα.
(Ακούω το I' m in love - Madrugada. Κομματάρα. C' mon baby don't you waste on time. Όλα είναι πιο ξεκάθαρα. Το 'πε κι η θεία. Είναι με τη άλλη; Όχι. Άντε λοιπόν. Λες;
θα ρίξει καρεκλοπόδαρα. Ελπίζω να τελειώσει γρήγορα να μη χάσουμε το βράδυ το Μάλαμα).
Επιστροφή στο Γκάζι. Μιλάμε με τη Ντρούνα για τα όνειρα και το υποσυνείδητο. Πηγαίνει σε μία σαν ψυχολόγο και ανακαλύπτει ότι τα όνειρα τις αποκαλύπτουν τις ενοχές για μια παράλληλη σχέση που είχε. Η παράλληλη και δεύτερη σχέση ήταν ο Γκαστόνε. Και απών είναι παρών. Το πεπρωμένο φυγείν...Ποιό είναι στα αλήθεια το πεπρωμένο όμως;
Μαλακίες μπερδέματα. Σκέφτεσαι, σκέφτεσαι και σκατά.
Τέλος πάντων. Έψαχνα ταυτόχρονα μήπως ξαναδώ τον Μπάτμαν. Είχε αρχίσει να αραιώνει ο κόσμος και τον είδα να μιλάει με κάτι κοπέλες. Δε φάνηκε να έχει ιδιαίτερη σχέση με κάποια. Συνειδητοποίησα όμως ότι μ' αρέσει έτσι από μακριά. Με τα άσπρα του. Κι έχει ένα εκτόπισμα που έχουν οι άνθρωποι με προσωπικότητα. Παρήγορο. Το γεγονός ότι μ΄αρέσει και κάποιος άλλος. Αυτά φυσικά τα σκεφτόμουν τότε. Τώρα δεν υπάρχει χώρος για κανέναν άλλο.
Φεύγει ο Μπάτμαν και με χαιρετάει από μακριά. Τον χαιρετάω κι εγώ. Πλησιάζει. Ήρθα, μου λέει αλλά δε σε βρήκα. Δεν ήρθες του λέω. Ήρθα, ξαναλέει. Δεν ήρθες, δεν ήμουνα, δεν ξέρω τι να πω και λέω μαλακίες. Πως το καταφέρνω αυτό το δύσκολο- να διώχνω τους ανθρώπους που θέλουν αν με πλησιάσουν. Και φεύγει. Φυσικά. Εγώ κάθομαι με τη Ντρούνα και τη φίλη της, και δεν του προτείνω να κάτσει. Θα τα ξαναπούμε κάπου τυχαία, μου λέει. Όταν φεύγουμε με τις κοπέλες τον ξαναδυνατώ έξω από το γκάζι. Πάλι δεν του λέω τίποτα.
Όλη αυτή η περένθεση δεν είναι τυχαία. Την προηγούμενη του Αγίου Βαλεντίνου είχα δει ένα όνειρο. Φιλιόμουν με κάποιον που είχε φαλάκρα κι έμοιαζε κάπως με τον Ακύλα Καραζήση. Στην αρχή ένιωθα θλίψη γιατί ακόμα και στα όνειρά μου μόνο το Γκαστόνε θέλω. Μετά όμως άρχισε να μου αρέσει και έκανα και παιδί μαζί του. Είχα παιδί και δεν ανησυχούσα. Ίσα ίσα. Κοίταξα στον Καζαμία και το παιδί στον ανύπαντρο σημαίνει ότι θα την εγκαταλείψει ο φίλος της. Δεν έχω όμως φίλο. Και πάλι ποιον εννοεί το όνειρο αν είναι κάποιος από αυτούς; Το Γκαστόνε ή τον Μπάτμαν;
Και μια άλλη μέρα τον είδα να με ρωτάει αν θέλω να είμαστε μαζί. Του είπα εντάξει. Και ήταν στο αυτοκίνητο πίσω μου, αλλά εγω ακόμα είχα θλίψη. Έναν αγαπάω. }
Τέλος τεράστιας παρένθεσης. Ξαναγυρνάμε στα γεγονότα με το Γκαστόνε, τη μοναδική μου αγάπη.
Πάντως εκείνη τη μέρα οι άλλοι γλεντούσαν κι εγώ έλειπα.
Στη διάρκεια της εβδομάδας σκεφτόμαστε με την Άνναμπελ να πάμε στην Ερμιόνη. Να πάω ή να μην πάω; Αφού δε με νοιάζει τι θα γίνει και τον έχω ξεπεράσει λέω να πάμε. Λίγη ώρα πριν ξεκινήσουμε τηλεφωνεί ο Γκαστόνε. "hello" λέω με βαριά φωνή. Ήμουν ήδη συκαλάκι. (συκαλάκι= συνθηματικό για τις σηκωμάρες) "Πού πήρα μωρή σε 090;" μου λέει. "Πάμε για μπάνιο;" του λέω. "Γιατί πού είσαι;" μου απαντάει. "Σπίτι μου" λέω κι εγώ. "Εγώ είμαι Ερμιόνη πώς θα πάμε;" αναρωτιέται. "Σε λίγες ώρες θα είμαστε εκεί". Δεν κρατήθηκα. Το είπα από τη χαρά μου. "Μην τολμήσεις να έρθεις χωρίς να μου φέρεις το dvd της ομάδας. "Καλά, κοιμάσαι κι ονειρεύεσαι" λέω.
Φτάνουμε στο σπίτι. "Πού είναι ο ενθουσιασμός σου;" του λέω. "Ούτε να χοροπηδήσεις, ούτε να κάνεις ένα γύρω το τετράγωνο που ήρθαμε... Τίποτα;" Είναι προβληματισμένος. Φαντάζομαι ότι έχει να κάνει με τον πρόσφατο χωρισμό του για πολλοστή φορά.
Έριξα μόλις τα κέρματα στον υπολογιστή στο Ι-Τσινγκ και βγήκε η Μελλόνυμφη. "Τίποτα δεν προάγει". Έχω αναστατωθεί. Τόσες μέρες στήριζα την πίστη μου στο Ι-Τσινγκ. Συνέχεια ο χρησμός έλεγε Διάρκεια, Επιρροή, Ανάπτυξη. Όλες αυτές οι όψεις έχουν να κάνουν με το γάμο και την έλξη στα ζευγάρια. Κι ενώ η λογική μου λέει ότι δεν ξέρει τι θέλει, η καρδιά μου είναι αναρχοαυτόνομη. Ό, τι γουστάρει.
Τελικά ήρθε μαζί μας για μπάνιο ενώ ήταν έτοιμος να πάει να δει ποδόσφαιρο και είδε τον εαυτό του να παίζει στην κάμερά μου. Τους είχα γράψει στη μία και μοναδική φορά που είχα πάει στο γήπεδο.
Το βράδυ στο μαγαζί χορέψαμε. Ήρθε κι ο Μάικ Λαμάρ στο τσιφτετέλι, πήγαμε κι εμείς στο ζειμπέκικό του, κι έκατσε το υπόλοιπο βράδυ στο τραπέζι μας. Μας είπε να πάμε για μπάνιο βραδινό, έδωσα χώρο στην Άνναμπελ και δεν πήγα μαζί τους. Έλεγα να πάω για ύπνο...κάτσε μου λέει η Ελίζα. Κάθομαι. Μόλις τελειώνουν έρχεται ο Γκαστόνε στο τραπέζι. Πάμε; μου λέει. Παίζουν πάνω απο 8άωρο. Όλοι οι μουσικοί τρίβονται. Του τρίβω κι εγώ λίγο την πλάτη. Πάμε, ξαναλέει να μου κάνεις μασάζ. Το μασάζ είναι λίγο συνθηματικό; Ίσως. Μήπως να περιμένω την Ελίζα; Τόση ώρα την περίμενα. Α μόνο εκείνη περίμενες...λέει. Όχι μόνο, απαντάω.
Φεύγουμε τελικά μαζί. Του λέω την ιστορία με τη Ντρούνα. Ότι τη συνάντησα στο Γκάζι, πως μου είπε ότι ήταν κάποτε μαζί και τσακώνονταν συνέχεια για το ποντίκι του υπολογιστή. Η θάλασσα ήταν ροζ, η ησυχία απόλυτη. Και μου έπιασε το χέρι. Κάπως σαν αγκαζέ, όχι την παλάμη. Ήθελα να τον αγκαλιάσω, αλλά είχε την κιθάρα στην πλάτη. Μιλάγαμε για την Άνναμπελ. Τώρα θα γαμιέται, μου έλεγε. Νόμιζα ότι ο Μάικ Λαμάρ πήγαινε για σένα, συνέχισε. Στην αρχή μάλλον, λέω. Μετά κάθισαν μαζί και εγώ κουράστηκα να τον ακούω, συνέχισα. Κατέβασα το χέρι μου και του έπιασα την παλάμη, όπως εκείνη τη μέρα...Τα λουλούδια ήταν ζωντανά, τα χρώματά τους συγκλονιστικά κι οι λέξεις για άλλη μια φορά πολύ λίγες για να αποτυπώσουν όλο τον ενθουσιασμό μου. Φτάνουμε σπίτι και προσπαθώ να βάλω τους φακούς του. Αποτυγχάνω για άλλη μια φορά.
Πρέπει να πάω στο Μάλαμα, θα συνεχίσω αύριο.